- κυλινδρώνω
- [-ώ (ο)] μετ.1) придавать форму цилиндра; 2) укатывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυλινδρώνω — κυλίνδρωσα, κυλινδρώθηκα, κυλινδρωμένος 1. δίνω σε κάτι μορφή κυλίνδρου. 2. ισοπεδώνω επιφάνεια εδάφους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλίνδρωση — η [κυλινδρώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυλινδρώνω*, η ισοπέδωση τών δρόμων με κύλινδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλινδρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 σε δημόσιο έγγραφο] … Dictionary of Greek
κυλινδρίζω — βλ. κυλινδρώνω … Dictionary of Greek
κυλινδρώ — και κυλιντρώ και κυλιντρίζω και κυλινδρώνω (AM κυλινδρῶ, όω, Μ και κυλιντρώ και κυλιντρίζω) [κύλινδρος] νεοελλ. δίνω σε κάτι μορφή κυλίνδρου, κυλινδρικό σχήμα νεοελλ. αρχ. ισοπεδώνω, ομαλίζω, λειαίνω μια επιφάνεια εδάφους ή έναν δρόμο, τήν… … Dictionary of Greek
κυλίνδρωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κυλινδρώνω, η ισοπέδωση με κύλινδρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)